- ζῳοτύπος
- ζῳοτύπος [ῠ], ον,A modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοτύπος — ζῳοτύπος, ον (Α) 1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ απομίμηση τής φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη) 2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με… … Dictionary of Greek
ζῳοτύπον — ζῳοτύπος modelling animals from life masc/fem acc sg ζῳοτύπος modelling animals from life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιοτύπος — ζῳοτύπος modelling animals from life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek